- ἀριστοκρατικός
- ἀριστοκρατικόςaristocraticalmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αριστοκρατικός — ή, ό (Α ἀριστοκρατικός, ή, όν) [αριστοκρατία] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει στη τάξη των ευγενών, ευπατρίδης, αριστοκράτης 2. ο οπαδός του αριστοκρατικού πολιτεύματος 3. αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει σε αριστοκράτες 4. αυτός που αναφέρεται σε… … Dictionary of Greek
αριστοκρατικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αριστοκρατία (βλ. λ.). 2. αυτός που υποστηρίζει το αριστοκρατικό πολίτευμα: Οι αριστοκρατικοί στην αρχαιότητα συχνά φέρθηκαν πολύ σκληρά στους δημοκρατικούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀριστοκρατικά — ἀριστοκρατικός aristocratical neut nom/voc/acc pl ἀριστοκρατικά̱ , ἀριστοκρατικός aristocratical fem nom/voc/acc dual ἀριστοκρατικά̱ , ἀριστοκρατικός aristocratical fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστοκρατικῶν — ἀριστοκρατικός aristocratical fem gen pl ἀριστοκρατικός aristocratical masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστοκρατικόν — ἀριστοκρατικός aristocratical masc acc sg ἀριστοκρατικός aristocratical neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αλαμάνοι — Αριστοκρατικός οίκος από την Προβηγκία που εγκαταστάθηκε στη δυτική Πελοπόννησο κατά την Δ’ Σταυροφορία (1204). Ιδρυτής του οίκου στην Ελλάδα και πρώτος βαρόνος των Πατρών υπήρξε ο Μισέρ Γουλιάμος Αλαμανός. Οι συνεχείς προστριβές των Α. με τον… … Dictionary of Greek
ἀριστοκρατικαῖς — ἀριστοκρατικός aristocratical fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστοκρατικαί — ἀριστοκρατικός aristocratical fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστοκρατικοῖς — ἀριστοκρατικός aristocratical masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστοκρατικοί — ἀριστοκρατικός aristocratical masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)